- οἰκειόφωνος
- οἰκειό-φωνος, ον,A by word of mouth : in Adv.
-νως Ctes.Fr.29.9
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
-νως Ctes.Fr.29.9
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οικειόφωνος — οἰκειόφωνος, ον (Α) αυτός που μιλά με τη δική του φωνή, με το ίδιο του το στόμα. επίρρ... οἰκειοφώνως (Α) με τη δική του φωνή, με το ίδιο του το στόμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκεῖος + φωνος (< φωνή), πρβλ. ετερό φωνος] … Dictionary of Greek
οἰκειοφώνως — οἰκειόφωνος by word of mouth adverbial οἰκειόφωνος by word of mouth masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… … Dictionary of Greek